-ίδες

-ίδες
κατάλ. επιστημ. όρων που προέρχεται από την ήδη αρχ. πατρωνυμική κατάλ. -ίδης*. Η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπ. γλώσσες, ως ταξινομικό στοιχείο, με τη μορφή -idae και συχνά επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Εμφανίζεται α) σε όρους ζωολογίας δηλώνοντας οικογένειες ζώων (πρβλ. ανθρωπ-ίδες, ακταλητ-ίδες)
β) σε όρους βοτανικής, στους οποίους αποτελεί απόδοση τής νεολατ. κατάλ. -aceae (θηλ. πληθ. τής αρσενικής κατάλ. -aceus) δηλώνοντας οικογένειες φυτών (πρβλ. ακτινιδ-ίδες, βερβεν-ίδες, βοραγιν-ίδες)
γ) σε όρους τής αστρονομίας (και στον εν. -ίδης) δηλώνοντας αστερισμούς (πρβλ. Περσείδες < Περσεύς, -έως + -ίδες, Κηφείδες < Κηφεύς, -έως + -ίδες)
και δ) σε όρους ιατρικής στους οποίους δηλώνει δερματικά εξανθήματα (πρβλ. συφιλ-ίδες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἴδες — εἶδον see aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακτινελ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. τάξη σπόγγων που ανήκει στην ομοταξία τών δημοσπόγγων και περιλαμβάνει άτομα τών οποίων οι βελόνες τού σκελετού τους αποτελούνται από διοξείδιο τού πυριτίου και φέρουν τέσσερεις ακτίνες, αλλ. τετρακτινωτοί ή τετραξονικοί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φριγγιλ(λ)ίδες — και φρινγκιλ(λ)ίδες, οι, Ν οικογένεια στρουθι όμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν η καρδερίνα, ο φλώρος κ.ά. ωδικά πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fringillidae] …   Dictionary of Greek

  • φρινγκιλ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. φριγγιλ(λ)ίδες …   Dictionary of Greek

  • ωλενελ(λ)ίδες — οι, Ν (παλαιοντ.) οικογένεια τριλοβιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. olenellidae < olenell(us) (βλ. λ. ωλενέλ[λ]ος) + κατάλ. idae (< ίδες, βλ. λ.)] …   Dictionary of Greek

  • σπινελ(λ)ίδες — οι, Ν (ορυκτ.) ομάδα ορυκτών μικτών οξειδίων …   Dictionary of Greek

  • σπογγιλ(λ)ίδες — οι, Ν [σπογγίλ(λ)η] ζωολ. οικογένεια σπόγγων τών γλυκών νερών με τυπικό γένος τη σπογγίλ(λ)η …   Dictionary of Greek

  • τουριτελ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια γαστερόποδων προσωβράγχιων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. turritellidae (βλ. λ. τουριτέλ(λ)α)] …   Dictionary of Greek

  • τρωγον(τ)ίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια εξωτικών πτηνών τής τάξης τρωγοντόμορφα με τυπικό το γένος τρώγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trogonidae < trogon < τρώγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • λειμακίδες — λειμακίδες, αἱ (Α) φρ. «λειμακίδες νύμφαι» νύμφες τών λειμώνων, τών λιβαδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείμαξ, κος + κατάλ. ίδες (πρβλ. Βαυκ ίδες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”